- τριπόδης
- ο, ΝΑνεοελλ.1. αυτός που έχει τρία πόδια2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέοςαρχ.αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρα-πόδης].
Dictionary of Greek. 2013.